- ἀπωθοῦμαι
- ἀπωθέωthrust awaypres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπωθέωthrust awaypres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απωθούμαι — απωθούμαι, απωθήθηκα, απωθημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκουντώ — άω 1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση 2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει») 3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν… … Dictionary of Greek